ἀμελίᾳ

ἀμελίᾳ
ἀμελίᾱͅ , ἀμέλεια
never mind
fem dat sg (attic doric aeolic)
ἀμελίᾱͅ , ἀμελία
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀμελία — ἀμελίᾱ , ἀμέλεια never mind fem nom/voc/acc dual ἀμελίᾱ , ἀμελία fem nom/voc/acc dual ἀμελίᾱ , ἀμελία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμελιά — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1922. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 13,7, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 9,5. O …   Dictionary of Greek

  • Έρχαρτ, Αμέλια — (Amelia Earhart, Άτσισον, Κάνσας 1897 – 1937). Αμερικανίδα πρωτοπόρος αεροπόρος. Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο υπηρέτησε ως εθελόντρια νοσοκόμος σε στρατιωτικό νοσοκομείο έως την ανακωχή, το 1918. Το 1919 ξεκίνησε σπουδές ιατρικής στο πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

  • ἀμελίας — ἀμελίᾱς , ἀμέλεια never mind fem acc pl ἀμελίᾱς , ἀμέλεια never mind fem gen sg (attic doric aeolic) ἀμελίᾱς , ἀμελία fem acc pl ἀμελίᾱς , ἀμελία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμελίαι — ἀμελίᾱͅ , ἀμέλεια never mind fem dat sg (attic doric aeolic) ἀμελίᾱͅ , ἀμελία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μενότι, Τζιαν Κάρλο — (Gian Carlo Menotti, Καντελιάνο 1911 –). Ιταλοαμερικανός μουσικοσυνθέτης. Άρχισε να συνθέτει τραγούδια υπό την καθοδήγηση της μητέρας του, σε ηλικία επτά ετών και, τέσσερα χρόνια αργότερα, είχε γράψει την πρώτη του όπερα Ο Θάνατος του Πιερότου.… …   Dictionary of Greek

  • άμελος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει επιμέλεια, που δείχνει αδιαφορία, αφροντισιά, ανέμελος, φυγόπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμελώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αμελιά] …   Dictionary of Greek

  • Φεντό, Ζορζ — (Feydeau, Παρίσι 1862 – Ριέιγ, Παρίσι 1921). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Παρουσιάστηκε ως συγγραφέας μονολόγων και εγκαινίασε τη σταδιοδρομία του ως κωμωδιογράφου με τον Ράφτη κυριών (1886)· ακολούθησε μια μακρά και γόνιμη συνεργασία με τον… …   Dictionary of Greek

  • Φίλντινγκ, Χένρι — (Fielding, Σάρπχαμ Παρκ, Σόμερσετ 1707 – Λισαβόνα 1754). Άγγλος συγγραφέας. Οι δικοί του, μικροί κτηματίες και ξεπεσμένοι αριστοκράτες, τον έστειλαν στο Ίτον και κατόπιν στο Λέιντεν για να σπουδάσει νομικά. Όταν γύρισε στο Λονδίνο, ο νεαρός Φ.… …   Dictionary of Greek

  • ՀԵՂԳՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0083 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 10c, 11c գ. ῤᾳθυμία, ἁμελία segnities, desidia, pigritia, negligentia. Հեղգ գոլն. պղերգութիւն. ծուլութիւն. թուլութիւն. դանդաղկոտութիւն. անհոգութիւն. ... *Անիծեալ լիցի,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”